dave phillips - selective memory / perception

CD, 2016, Noise Below/Fréquences Critiques, Athens/Paris.   Available

Dp smp


REVIEWS

Ήταν ένα απόσπασμα από το youtube που βρήκα τυχαία, από το φεστιβάλ Extreme Rituals του 2012, αυτό που με έφερε σε επαφή με τούτη την απόκοσμη περσόνα η οποία ονομάζεται Dave Phillips. Και ήταν τόσο δυνατή εμπειρία, το να παρακολουθείς έναν άνθρωπο να φτάνει σε μία ακραία κατάσταση, που δεν υπήρχε περίπτωση, πόσο μάλλον για αυτούς που ήταν παρόντες, να μην σε καταβάλει ψυχολογικά. Πέρα όμως από την ακραία αυτή εμπειρία, το όλο θέαμα, τόσο οπτικά, όσο και ηχητικά, δεν είναι καθόλου τυχαίο, μιας και ο Dave Phillips αποτελεί έναν φιλόσοφο της εποχής μας ο οποίος προσεγγίζει τη μουσική μέσα από ένα θεωρητικό υπόβαθρο. Η όλη του αυτή έρευνα πάνω στον συμπεριφορισμό περνά και μέσα στα ηχητικά έργα του, όπως συμβαίνει και εδώ, στο Selective Memory/Perception (Επιλεκτική μνήμη/Αντίληψη) . Στο CD υπάρχει ένα αναλυτικό κείμενο, στο οποίο ο Dave Phillips αναλύει το θεωρητικό υπόβαθρο στο οποίο βασίστηκε και το οποίο ηχητικά μεταφράζεται σε μία μακροσκελή σύνθεση η οποία φτάνει τα 59 λεπτά. Το υλικό δεν προσεγγίζεται με μία περίτεχνη κολάζ τεχνική, όπως μας έχει συνηθίσει ο Dave Phillips σε προηγούμενες δουλειές του, αλλά μπλέκει ορχηστρικά μονότονα drone, μέρη από πιάνο, τσέλο και βιολί τα οποία περιπλέκονται με ηχογραφήσεις τοπίου, φωνές και άλλες ηχογραφήσεις. Όλα αυτά συνθέτουν μία έντονη κατάσταση σύγχυσης και ψυχολογικής υπερδιέγερσης, η οποία διακόπτεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα από σιωπή, με την επόμενη “εφιαλτική” εμπειρία να καραδοκεί. Εσείς είστε έτοιμοι για μία τέτοια εμπειρία.

(Music without audience, Issue 2)

Часовая пьеса “Selective Memory / Perception” издана в 2016 году, совместно французским лэйблом Fréquences Critiques и греческим Noise-Below. Она довольно необычна для Филлипса, поскольку содержит множество оркестровых аранжировок и сэмплов классических инструментов. Впрочем, полевых записей ветра, усиленных интимных звуков, голосов амфибий и насекомых здесь иоже хватает, как и следов сломанных творений урбанистической цивилизации. Конечно, умение управляться с этим массивом разнородных источников не может не приводить в восхищение. Композиции Дэйва Филлипса уникальны тем, что каждый звук здесь - как голос бессознательного, потерявшийся в абсолютной темноте. Неповторимая мутация бесконечности вдохновлена произведениями Марселя Пруста и других известных писателей.

(Dmitry Vasilyev, https://vk.com/event170151466, August 2018)

Assai prolifico nelle uscite discografiche così come nell’attività concertistica, lo svizzero Dave Phillips (classe 1969) allestisce in questa co-produzione greco-francese una densa e coesa suite che ben compendia il suo stile peculiare, fusione di noise, field recording, elettronica e classica strumentazione orchestrale. Le concettose note di copertina fanno riferimento alla nostra “percezione selettiva” delle informazioni sensorie, oltre che a scritti di Proust, Alain De Botton e Ian McEwan. Difficile capire come l’apparato teorico si relazione con la lunga composizione, che prende avvio dai suoni di un fragoroso temporale, tra voci di uccelli e gracidare di rane, per dare poi spazio ad un incalzante contrappunto di “esplosioni” di archi, vigorosi bordoni elettronici e cupe percussioni, con rare apparizioni del piano a ritagliare qualche istante di quiete. I vocalizzi allucinati e primitivi delle ospiti Nathalie Dreier e Luzia Rasu, amalgamati a penetranti drone elettroacustici, rendono paurosi e concitati i movimenti centrali dell’opera, ispirando visioni di arcani ritualismi e popolazioni soggiogate in rivolta. Se non conoscete l’autore, un ottimo punto d’accesso.

(Vittore Baroni, Blow Up, March 2017)

Η συνεργασία της Noise Below με την Fréquences Critiques έφερε σε κυκλοφορία άλλο έναν δίσκο, το Selective Memory/Perception του Ελβετού καλλιτέχνη που παραδίδει μία σύνθεση 59 λεπτών και 9 δευτερολέπτω (release date-Δεκέμβρης του 2016). Μπορεί να μην υπάρχει το στοιχείο της έκπληξης για όσους ξέρουν το υλικό του όμως την ίδια στιγμή καταφέρνει για άλλη μια φορά αν όχι να σοκάρει στα σίγουρα να υποβάλλει. Η στοματική του κοιλότητα συνοδεύεται από πιάνα και τσέλα (?) τα οποία, όπως έχει αναφέρει στο παρελθόν, ανήκει στον κώδικα τιμής του να μην τα έχει σαμπλαρισμένα ενώ παράλληλα συναντάμε και 2 γυναικείες φωνές (αυτές της γνωστής και από άλλους δίσκους του Phillips -εξάλλου είχαν μαζί τους Perverts In White Shirts– Nathalie Dreier και της πρωτόφαντης σε δίσκο Luzia Rasu).

Ο Phillips έχει επιλέξει να περνάει μέσα από το φίλτρο του σοφιστικέ όσο και ενστικτώδεις λογικές, κάτι που κάνει γνωστό εξάλλου και στις συνεντεύξεις του όπου ορίζει τον Proust και τον Penderecki σαν μέρος επιρροών του αλλά παράλληλα σε ρωτήσεις που αφορούν την live παρουσία του λέει ότι λειτουργούν ως προσωπική του ψυχοθεραπεία. Αποποιούμενος την οποιαδήποτε συνθηματολογία αλλά και παράδοση μηνύματος προς το κοινό ο Dave Phillips φτιάχνει για άλλη μια φορά ένα δίσκο τρομακτικό. Ο βλάξ που αρέσκεται στο να τοποθετεί τα πάντα στο δικό του σύμπαν θα πει ότι ο δίσκος είναι θαυμάσιος για soundtrack ταινίας τρόμου, εγώ θα αντιτάξω ότι είναι προϊόν της σύγχρονης καταπιεστικής εσώτερης ψυχικής δομής όλων μας, χεράκι χεράκι βέβαια με μια εξωτερίκευση κινησιολογίας (αναφορικά με τις ζωντανές εμφανίσεις του Ελβετού) που καταθέτουν το σοκ και την αμεσότητα ως κώδικα επικοινωνίας.
Στυλιανός Τζιρίτας

(ANNIBUS, February 2017)

On this new release Phillips presents one long piece, almost an hour long, and it’s not easy to see a relation between his text on the cover and the actual music; maybe my perception gets blurry from time to time? Or perhaps it is that I find it hard to see ‘meaning’ in music, other than what comes next to the music, like cover texts. This is a piece of music that has all the trademarks of Dave Phillips. Most of the time the music is very loud, but it’s not really noisy per-se. Phillips like his sounds to be loud. As for sound input he uses piano, drums, field recordings (frogs, for instance, I believe to hear in the first half of the disc), as well as a bunch of very vibrant electronic sounds, which crawl around the slow majestic and very sparse instrumentation. Sometimes the whole construction breaks down and moves into an entirely different direction. This happens around twenty-two minutes for instance, when the forceful dark mood is broken down and instead it becomes softer yet also creepier. It builds up towards a crescendo, including a desolate push on a drum until that that collapses as well. This sort of collage technique is nothing odd for Phillips, and yet somehow he seems to do things even better than before. I am sure a word like ‘refinement’ may not mean much in the world of noise, but what Phillips does here is very refined.

(Frans De Waard, Vital Weekly, January 2017)

Στον πειραματιστή Dave Phillips έχουμε αναφερθεί πριν καιρό στο δισκορυχείον και αφορμή ήταν το άλμπουμ του “Insect” (πτώματα κάτω από το κρεββάτι, 2010) – ένα LP με επεξεργασμένους ήχους εντόμων από δάση και βιoτόπους της Ταϊλάνδης.

Συνεχίζοντας στο ίδιο experimental μοτίβο, o Phillips έχει και πιο πρόσφατο άλμπουμ/ CD (όπως και άλλα ενδιάμεσα) κι αυτό για ένα label τού Νικόλα Μαλεβίτση, το noise-below, σε συνεργασία όμως τώρα με το fréquencies critiques.
Να πούμε κατ’ αρχάς πως στο “Selective Memory/ Perception” (2016) υπάρχει ένα μόνο track, που διαρκεί σχεδόν μιαν ώρα και πως τούτο είναι συνεχές, χωρίς εσωτερικά «διαλείμματα» και κενά που δεν καταγράφονται.

Ο Phillips, χρησιμοποιώντας μια ποικιλία ήχων και πηγών (οπωσδήποτε field recordings και όχι μόνον εντόμων, αλλά και αμφιβίων, ανακατεμένες με ποικίλα περιβαλλοντικά ή μηχανιστικά σπαράγματα, όπως και με συμβατικά μουσικά όργανα, πιάνο π.χ.), δημιουργεί ένα θορυβώδες, έντονης διεισδυτικότητας πλαίσιο, εντός του οποίου η δράση είναι συνεχής (αν και απροσδιόριστης αρχής). Με όχι ιδιαίτερα σκαμπανεβάσματα στο volume, το άκουσμα έχει τη δύναμη να τεντώνει την προσοχή σου, κρατώντας σε πάντα σε εγρήγορση, παρότι η προσπέλαση δεν είναι συνεχής και μονίμως εφικτή. Θέλω να πω πως το “Selective Memory/ Perception” λειτουργεί περισσότερο σαν ένα εικονοκλαστικό αφήγημα, παρά σαν μια γραμμική ιστορία με αρχή, μέση και τέλος – και, προς τιμήν του, με μηδαμινά στοιχεία αυτοαναφορικότητας και αναίτιας «δυσκολίας».

Χρόνο να έχεις, διάθεση και επιθυμία ν’ ακούσεις κάτι που δεν φαντάζεσαι πως υπάρχει – ή, αν υπάρχει, δεν φαντάζεσαι πώς ηχεί.

(DISKORYCHEION, January 2017)